ὁλοκαύτως

ὁλοκαύτως
ὁλόκαυτος
burnt whole
adverbial
ὁλόκαυτος
burnt whole
masc/fem acc pl (doric)
ὁλοκαυτόω
bring a burnt-offering
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολοκαύτως — ὁλοκαύτως (Α) επίρρ. βλ. ολόκαυτος …   Dictionary of Greek

  • ολόκαυτος — και ολόκαυστος, η, ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, ον) αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε αρχ. αυτός που φλέγεται, που καίγεται. επίρρ... ὁλοκαύτως (Α) με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + καυτός / καυστος (<… …   Dictionary of Greek

  • ՈՂՋԱԿԻԶԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0513 Chronological Sequence: 8c մ. ὀλοκαύτως penitus conflagranter. Իբրեւ ողջակէզ կամ ողջոյն կիզեալ. *Զկիզսղապէս եւ ողջակիզաբար մաքրականն ուսուցանէ յայտնաբանութիւն՝ սերովբէին մականունութիւն. Դիոն. երկն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”